- ρυσίδιφρος
- -ον, Α(για αρματηλάτη) αυτός που διαφυλάσσει τη δίφρο, την άμαξα.[ΕΤΥΜΟΛ. Σύνθ. τού τύπου τερψίμβροτος < θ. ῥυσι- τού ἑρύω (ΙΙ) «προστατεύω» (πρβλ. ῥῦσις) + δίφρος «άμαξα» (πρβλ. καλλί-διφρος)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ῥυσίδιφρον — ῥῡσίδιφρον , ῥυσίδιφρος preserving the chariot masc/fem acc sg ῥῡσίδιφρον , ῥυσίδιφρος preserving the chariot neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)